Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Οι θεοί στην Οδύσσεια του Ομήρου

της Μαρίνας Μαραγκού


Το ομηρικό έπος είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας σχηματισμού και επεξεργασίας του επικού υλικού. Ο Όμηρος, με ένα ανεπαίσθητο και «αθόρυβο» βήμα, σφραγίζει μια εποχή και θέτει ένα αξεπέραστο όριο στην επική παράδοση, ενώ τα έργα του αποτελούν ταυτόχρονα και την καλλιτεχνική κορύφωση του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους.
Θα πρέπει από την αρχή να υπογραμμίσουμε μια χαρακτηριστική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα δύο έπη. Στην Ιλιάδα ο Όμηρος συνθέτει ποίηση για μια τάξη ευγενών που θεωρεί τα κληροδοτημένα της δικαιώματα και αξιώματα θεόπεμπτα και θεοπρόβλητα. Η Οδύσσεια, με την οποία θα ασχοληθούμε, είναι ένα μεταπολεμικό έπος που υποτάσσει ο ποιητής στην πιο απλή δομή με δεξιοτεχνία και αναδεικνύει σε δεσπόζουσα θέση την ιδέα του νόστου ύστερα από έναν πολύπαθο ξενιτεμό. Ένα βασικό ανθρώπινο μοτίβο μέσα από το οποίο εκφράζεται η διπλή εξάρτηση του ανθρώπου από την πατρίδα και τον κόσμο.
Εδώ λοιπόν, υπό ένα νέο φως, το βλέμμα του ποιητή εποπτεύει όλο το φάσμα των ανθρωπίνων σχέσεων, επεκτείνοντας πέρα από την αριστοκρατία και σε άλλες τάξεις, περιβάλλοντας έτσι και τους απλούς ανθρώπους.

Αυτό θα επιφέρει ως συνέπεια και τη διεύρυνση των αντιλήψεων για τη συμπεριφορά των θεών στο έπος. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι σε καμία εκδοχή του – αν και διέπεται από αδιαφάνεια και αντιφατικότητα– το έπος δεν παραλείπει να τονίσει την παρουσία των θεών σε κάθε έκφανση της ζωής των ανθρώπων ή να καταδείξει την εξουσία που ασκούν οι θεοί πάνω στους ανθρώπους.
Στο παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε στη συνύπαρξη ανθρώπων και θεών στην Οδύσσεια..


Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΗΡΩΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ
Καθίσταται δύσκολο να διακρίνουμε τις ακριβείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ θνητών και αθανάτων στο έπος. Ο ίδιος ο ποιητής ζητεί τη βοήθεια της Μούσας για να μάθει γι’ αυτό, εν αντιθέσει με τους ήρωες στο έργο του που φαίνεται να διατυπώνουν μια θολή εικόνα για το θεϊκό στοιχείο.
Εντούτοις στις ηρωικές αφηγήσεις δεν περιγράφονται, φυσικά, απλώς τα πάθη και τα κατορθώματα, αλλά, κυρίως, μας ανοίγεται ένα παράθυρο για να προσεγγίσουμε τον άνθρωπο εκείνης της εποχής, με όλους τους περιορισμούς που η θνητή του φύση επιβάλλει και την εικόνα που είχε απέναντι στους θεούς του.
Το πλέον εμφανές είναι ότι σε αντίθεση με τη μεταβολή και την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ζωή, οι ομηρικοί ήρωες προβάλλουν την ασφάλεια της αιώνιας και άφθαρτης ζωής των θεών οι οποίοι διαθέτουν υπερφυσική δύναμη που υποτάσσει τη δράση τους σε κάποιους δικούς της νόμους.
Για τους θεούς του Ολύμπου που έχουν το νέκταρ και την αμβροσία οι ημέρες είναι όλες φωτεινές, ζουν με ανέσεις, συναντιούνται και συνομιλούν στο παλάτι του Δία και διατηρούν στενές σχέσεις μεταξύ τους όπως οι άνθρωποι. Ταυτόχρονα ωστόσο συμπεριφέρονται όπως και τα μέλη μιας ανθρώπινης κοινωνίας, έχουν προτερήματα και ελαττώματα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, ενώ οι σχέσεις προστασίας και φιλίας, αντιπαλότητας ή έχθρας προς τους ανθρώπους σε ολόκληρο το έπος λαμβάνουν ιδιαίτερα γοητευτικές ποιητικές μορφές.
Μέρος της προαναφερθείσας σύγχυσης είναι και οι μεταμορφώσεις των θεών προκειμένου να βρεθούν κοντά στους ήρωές τους στα ομηρικά έπη που αποτελούν και αυτές παραλλαγή της θεϊκής επιφάνειας, η οποία αρχικώς καλύπτεται, για να αποκαλυφθεί συνήθως καθ’ οδόν, μη εξαιρουμένης και της απροκάλυπτης επιφάνειας, ορατής μόνο σε κάποιον αγαπημένο ήρωα του θεού. Εκεί οι θεοί μιλούν στους θνητούς ή, όταν οι θνητοί τούς περιγράφουν να συνομιλούν μεταξύ τους, μιλούν την ίδια γλώσσα όπως οι κοινοί άνθρωποι, γεγονός που μας επιτρέπει κάπως επιφανειακά να υποθέσουμε ότι οι θεοί είναι όμοιοι με τους θνητούς και η διαφορά τους έγκειται μόνο ως προς την ισχύ και την ευφυΐα.
Οι ήρωες πάντως είναι ευσεβείς απέναντι στους θεούς τους, προσεύχονται και
τους εξευμενίζουν με λατρευτικές πράξεις. Είναι ένας λόγος που ο Δίας συναινεί στην επάνοδο του Οδυσσέα, διότι ο Οδυσσέας απέδιδε πάντα τιμές στους θεούς και επειδή εκτιμά το μυαλό του: Όλες τις θυσίες τις ξεπέρασε ο Οδυσσέας, λέει ο Δίας (α 67).
Και τέλος, σύμφωνα με τους ήρωες, όπως επανειλημμένως τονίζεται στην πρώτη ραψωδία της Οδύσσειας, οι θεοί υπεράνω όλων ορίζουν τη μοίρα τους (α 15, 35, 194, 348), όπως επίσης επηρεάζουν αποφασιστικά τον τρόπο δράσης τους [οι θεοί τ’ αποφασίζουν αν πίσω εκείνος θα γυρίσει εκδικητής (α 267, 268)].
Οι πρωταγωνιστές του έπους είναι ανεξάρτητοι, κύριοι του εαυτού τους, ορίζουν τη συμπεριφορά τους και πληρώνουν για τα λάθη τους και τις παραβάσεις των νόμων. Οι θεοί ωστόσο δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εξέχουσες μορφές τους που διαθέτουν αρετές σεβαστές σ’ αυτούς και βρίσκονται συνέχεια κοντά τους, τους προστατεύουν, τα σημάδια τους είναι σαφή και εύληπτα για όποιον είναι έτοιμος να τα δει, τους παρέχουν συμβουλές και τους ενθαρρύνουν έως του σημείου να αισθανθούν ισόθεοι άνδρες, όπως η Αθηνά τον Τηλέμαχο (α 321,325). Η συμπαράσταση αυτή ωστόσο δεν διέπεται από καθαρή μεροληψία αλλά συνοδεύεται από δικαιοσύνη.

ΣΧΕΣΗ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΟ ΕΠΟΣ.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΘΕΪΚΕΣ ΕΠΙΤΑΓΕΣ


Η σχέση θεών και ανθρώπων στο έπος δεν παρουσιάζει μια ομοιομορφία και, όπως ισχυρίζεται και ο Άλμπιν Λέσκυ διακρίνεται κατά βάση σε τρεις λογικές ανακολουθίες:
Οι θεοί βρίσκονται πλησίον των ανθρώπων ή, αντιθέτως, είναι απομακρυσμένοι από αυτούς. Η Αθηνά κατεβαίνει από τον Όλυμπο για να επικοινωνήσει με τον Τηλέμαχο και λαμβάνει ανθρώπινη μορφή θέλοντας να τον συμβουλεύσει και ενθαρρύνει, παραμένοντας εν τω μεταξύ σε ολόκληρο το έπος στο πλευρό του ευνοημένου ήρωά της Οδυσσέα. Σε αντιδιαστολή, ο ήρωας από το προοίμιο της ραψωδίας φαίνεται να είναι αφημένος από τους θεούς, περιπλανώμενος στα πέρατα του κόσμου και αδυνατώντας να επιστρέψει στην πατρίδα του, και μόνο όταν «ο χρόνος ήλθε που του ορίσαν οι θεοί, τώρα που πια τον συμπαθούσαν, όλοι εκτός από τον Ποσειδώνα» (α 17-19) μπορούσε να φθάσει στην Ιθάκη.
Η δεύτερη αντίφαση που χαρακτηρίζει τις σχέσεις ανθρώπινου και θεϊκού στοιχείου είναι ότι οι θεοί διαθέτουν μεν μια σπάνια καλοκαρδία αλλά παράλληλα και αναλγησία, υποβάλλοντας τους ήρωες σε ταλαιπωρίες χωρίς επιείκεια.
Και τέλος –πάντα με απτά παραδείγματα όπως εκφράζονται από την πρώτη ραψωδία– οι θεοί είτε ενεργούν κατά το δοκούν είτε εκπροσωπούν, ιδιαιτέρως ο Δίας, τον κανόνα της δίκαιης ισορροπίας, της Δίκης όπως πρωτοεκφράζεται στο διδακτικό έπος του Ησιόδου.
Υπάρχει συνεπώς κατά πρώτον στο έπος ένας νόμος καθολικής ισχύος με τον οποίο ο άνθρωπος οφείλει να συμβιβαστεί χωρίς να ρωτάται η προέλευση και η αιτία του πεπρωμένου:
Έτσι και τώρα ο Αίγισθος την ορισμένη μοίρα παραβαίνοντας (α 35)
Στην Οδύσσεια όμως επιπλέον ο ποιητής αναπτύσσει μια νεωτερική σκέψη που φαίνεται να πηγάζει από έναν νέο κόσμο με ηθικοθρησκευτικές απαιτήσεις στον οποίο υπάρχουν απαράβατοι ηθικοί νόμοι, δημιουργώντας μας την αίσθηση ότι έχει ανατείλει μια καινούργια «ηθική».
Η ιδέα δηλαδή ότι εκτός από κάθε κακό που απλά αποτελεί την «μοίραν» υπάρχει και μια συμφορά «υπέρ μόρον» (α 34), βάσανα που προκαλούν οι άνθρωποι στον εαυτό τους, διαφαίνεται από την πρώτη κιόλας ομιλία του Δία που εστιάζεται στην παραδειγματική τιμωρία του Αίγισθου. Εδώ ο Δίας όχι μόνο αποκαλεί τον Αίγισθο «αμύμονα» (=ευγενικό), αλλά του στέλνει και μήνυμα με τον Ερμή. Εφόσον η προειδοποίηση δεν εισακούεται ο Ζευς παραπονείται για την εσφαλμένη κρίση των ανθρώπων και για τις άδικες κατηγορίες εναντίον των θεών. Βλέπουμε ότι ο Όμηρος χρειάζεται την προειδοποίηση προκειμένου να προβάλει την εκδίκηση του Ορέστη ως τυπικό παράδειγμα ενοχής οφειλόμενης στον ίδιο τον άνθρωπο, για την οποία το στοιχείο της προκαταβολικής γνώσης, της ενσυνείδητης βούλησης, ήταν θεμελιώδες.
Η παραβίαση λοιπόν των ηθικών νόμων, όταν ένας άνθρωπος προσβάλλει το πρόσωπο του θεού, περιφρονεί το κύρος ή την «τιμή» του φθάνοντας ίσως στην ύβρη, παρ’ ότι γνωρίζει ενδεχομένως τις συνέπειες, έστω και ύστερα από προειδοποίηση, επιφέρει τη θεϊκή τιμωρία, γεγονός που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πρόοδος και ηθική γνώση. Στην περίπτωση αυτή οι θεοί δεν μπορούν να αποτρέψουν την εκτέλεση της εκδίκησης λόγω του ότι είναι δικαιολογημένη, ακόμη και αν το θέλουν.
Εξάλλου, και από τους πρώτους μόλις στίχους του ποιήματος, γίνεται εμφαντική αναφορά στους συντρόφους του Οδυσσέα που χαρακτηρίζονται «νήπιοι» γιατί έφαγαν τα βόδια του Ήλιου και έτσι χάθηκαν από τις ίδιες τους τις βέβηλες πράξεις (α 5-9) χρεώνοντάς τους τοιουτοτρόπως ο ποιητής με ένα ηθικό «αμάρτημα». Ο Οδυσσέας δεν κατάφερε να τους σώσει από την εκδίκηση του Ήλιου όπως ούτε ο Δίας τον Αίγισθο από την εκδίκηση του Ορέστη.
Ο Όμηρος εφαρμόζει κατά κανόνα παντού την ηθική κεντρική ιδέα του, μη ακολουθώντας τις «πηγές» του, που είναι η παράδοση του έπους, και ελέγχει ολόκληρο το έργο του εκτός ειδικά από τον ήρωά του. Ο Οδυσσέας υφίσταται την οργή του Ποσειδώνα και, όπως εξηγεί ο ποιητής, όλα τα πάθη του οφείλονται στον θεό τον οποίο έχει προσβάλει τυφλώνοντας τον γιο του Πολύφημο. Αυτή η οργή μοιάζει να έχει την ίδια δομή με το παράπτωμα των συντρόφων του, όμως αναρωτιέται κανείς: έπρεπε ο Οδυσσέας να αφήσει να τον καταβροχθίσει ένας γίγαντας ανθρωποφάγος, ο οποίος χλευάζει κάθε δίκαιο ενώ ο ομηρικός ήρωας εκπροσωπεί ολόκληρη την ανθρωπότητα; Με τα πάθη και τα βάσανα του Οδυσσέα βρισκόμαστε εξ ολοκλήρου στον χώρο της «αρχαϊκής» σκέψης, που ο ήρωας πάσχει αν και αθώος με στόχο να πραγματευθεί ο ποιητής τον νόστο του. Γι’ αυτό μόλις ο Ποσειδώνας δει ότι οι άλλοι θεοί σκέφτονται διαφορετικά (α 77-79) αργότερα θα εγκαταλείψει την οργή του.
Τέλος, πολύ διαφορετικά, στην Τηλεμάχεια έχουμε μια κατά γράμμα τήρηση των επιταγών από τον Τηλέμαχο (όταν αντιλαμβάνεται τη θεϊκή παρουσία) τον οποίο αφυπνίζει η μεταμορφωμένη Παλλάδα Αθηνά, δρώντας πρώτη από τους θεούς.

Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ
ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ


Αμέσως μετά την εναρκτήρια σκηνή στον Όλυμπο το πρώτο μέρος του έπους σηματοδοτεί την αφετηρία της δράσης στη γήινη σκηνή. Μας εισάγει στις συνθήκες μιας κοινότητας που είναι η πατρίδα του ήρωα όπου επικρατεί μια επικίνδυνη κατάσταση έκτακτης ανάγκης εξαιτίας της πολύχρονης απουσίας του βασιλιά της Ιθάκης. Μια ομάδα νεαρών ευγενών λοιπόν διεκδικεί τη γυναίκα και τον θρόνο του, που ο νεαρός ακόμη γιος δεν μπορεί να καταλάβει.
Μια ημέρα φθάνει ένας ξένος –κάτω από τη μορφή του κρύβεται η Αθηνά– και θέτει σε κίνηση όσα βρίσκονται σε σύγχυση και αδράνεια. Λαθραία, συνωμοτικά συνομιλεί με τον Τηλέμαχο μέσα σε μια αμέριμνη οχλαγωγία. Διπλά κρυφή, ανεπαίσθητη και αδύναμη σαν μια πνοή ξεκινά η πρώτη κίνηση στην αρχή του ποιήματος. Ο ρεαλισμός της αφήγησης είναι εντυπωσιακός και ο ποιητής εκθέτει ευθύς εξαρχής με μια μεγαλειώδη απλοϊκότητα το πανανθρώπινο στοιχείο που είναι παντού πολύ έντονο και συμπαγές, λαμβάνοντας μια ελεύθερη και ωραία απόφαση να
διαμορφώσει τον Τηλέμαχο «στον τύπο του συνετού νεαρού ευγενούς που ανδρώνεται».
Στην εν λόγω συνομιλία του Τηλέμαχου με τον Μέντη-Αθηνά δεν καταβάλλεται μόνο προσπάθεια για την προώθηση της εξωτερικής πλοκής, δεν εκτίθεται μόνο μια ειλημμένη απόφαση και δεν παρέχεται μόνο μια έξυπνη συμβουλή, αλλά μέσα στην αδρανή κατάσταση των πραγμάτων στην αρχή του ποιήματος αφυπνίζεται μια ώριμη δύναμη και τίθεται σε κίνηση με απόλυτο ορθολογισμό. Έχουμε να κάνουμε με κάτι περισσότερο από ένα πριγκιπόπουλο που οπλίζεται με θάρρος για τα πρώτα του κατορθώματα. Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά θα διαπιστώσουμε ότι όλα στη σκηνή αυτήν συγκλίνουν στην επιστροφή του ήρωά μας.
Η Αθηνά αφυπνίζει τον Τηλέμαχο μετουσιώνοντας τα βάσανά του σε δύναμη δράσης απέναντι τόσο στους μνηστήρες όσο και στη μητέρα του (α 274-278), δίνοντάς του την ώθηση να αποκτήσει αυτοσυνειδησία και να αναλάβει τα ηνία του σπιτιού. Βεβαίως, από τις αρχικές σκέψεις του Τηλέμαχου (α 115-117) μέχρι τη συναναστροφή του με τον φιλοξενούμενο αντιλαμβανόμαστε την πρώτη έμμεση παρουσία του Οδυσσέα. Έτσι όπως ο γιος του ήρωα υπερασπίζεται την υπόθεση του σπιτιού του έναντι των μνηστήρων (α 159-168), έχει ήδη σχεδόν προσεγγίσει τον Οδυσσέα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο νιώθουμε τον πατέρα μέσα στον γιο και ακόμη νιώθουμε ότι στην αντιπαράθεση του Οδυσσέα με τους μνηστήρες που θα γίνει πολύ αργότερα έχει και αυτός το μερίδιό του. Αυτή ακριβώς η ιδέα ολοκληρώνεται με την επιταγή για εκδίκηση (α 293-302) η οποία πηγάζει επίσης και από το δεδομένο ότι οι μνηστήρες παραβίασαν το δίκαιο. Αν δεν γυρίσει ο Οδυσσέας που καλείται πρώτος να πάρει εκδίκηση, τότε η απαίτηση μεταβιβάζεται στον Τηλέμαχο, αφού τώρα έχει γίνει πια αριστοκράτης.
Συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προσχεδιασμένη καθοδήγηση της Αθηνάς δεν υποστηρίζει μονάχα την πλοκή της «Τηλεμάχειας» αλλά ολόκληρης της «Οδύσσειας» και χωρίς εδώ να τίθεται το ερώτημα για τη φύση και τη δράση των θεών στο έπος, μπορούμε να υποστηρίξουμε με συντομία ότι η δράση τους, αν εξαιρέσει κανείς το θέμα της θείας δίκης που κυριαρχεί στην πρώτη ραψωδία όπως προαναφέραμε, «εκφυλίζεται» σε απλή τεχνική, σε ένα εντελώς εξωτερικό μέσο που χρησιμοποιεί ο ποιητής. Ο αριθμός των θεών είναι οπωσδήποτε περιορισμένος, αλλά οι υπέρ το δέον συχνές επεμβάσεις τους έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν την πλοκή.
Ως εκ τούτου, η Αθηνά  για την «Τηλεμάχεια»έχει καταρχήν σημασία μόνο στο μέτρο που σύμφωνα με το σχέδιο του ποιητή θέτει σε κίνηση τη δράση, δηλώνοντας ότι θέλει να στείλει τον Τηλέμαχο στην Πύλο και στη Σπάρτη για να συλλέξει πληροφορίες για τον πατέρα του, να διευκρινίσει τις προοπτικές και έπειτα να δράσει ορθολογικά (ενώ γνωρίζει καλά ότι ο Τηλέμαχος δεν θα μάθει τίποτε το ουσιαστικό, ο διπλός όμως στόχος συνδέει καλά από τεχνική άποψη τη διπλή δράση του ποιήματος) και για να γίνει ο ίδιος ξακουστός στον κόσμο. Ένας απλός κανόνας της επικής τεχνικής που επιβάλλει την εκτέλεση της απόφασης από τη θεά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αποπειραθήκαμε να δούμε με τα μάτια των ηρώων την εικόνα τους απέναντι στους θεούς: Τίποτε ή σχεδόν τίποτε λοιπόν δεν γίνεται χωρίς τους θεούς, κάτι που μπορεί να ηχεί παράδοξα στα αυτιά μας σε σχέση με τη σημερινή αντίληψη περί του θείου. Εκείνοι θεωρούσαν ότι οι θεοί σαν τους δικούς τους ήταν «μακάριοι» και αθάνατοι, πάντα παρόντες, δρώντας στο παρασκήνιο, αν όχι μπροστά στα μάτια τους. Άρρηκτα συνδεδεμένοι και αλληλοσυμπληρούμενοι με τους θνητούς ήταν δυνατόν να ρυθμίζουν την πορεία των γεγονότων ή να παρεμβαίνουν στη ζωή τους.
Έτσι βοηθήθηκαν κατά πώς φαίνεται να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω τους και να συμφιλιωθούν μαζί του. Όσον αφορά το σήμερα, το έπος έχει αναμφίβολα να μας διδάξει και να απαντήσει σε σοβαρά ερωτήματα σε σχέση με τη φύση του ανθρώπου και το νόημα της ύπαρξής μας και επιπροσθέτως μας διαφυλάσσει ακόμη ιδέες που θεωρούμε ιερές και έχουν τις ρίζες τους στο έπος και στην τραγική αίσθηση της ανθρώπινης εμπειρίας που είχαν οι ήρωές του.
Ανάμεσα στους δύο πόλους της αφήγησης του Ομήρου, την βουλήν των θεών και
την επιλογή του ανθρώπου, υφίσταται, όπως προκύπτει, μια συστοιχία η οποία είναι χαρακτηριστική για την «κοσμοθεωρία» του ποιητή. Η αφετηρία σημαντικών εξελίξεων πρέπει να ανάγεται τόσο στους θεούς όσο και στους ανθρώπους. Η απόφαση των θεών συνιστά το ευρύτερο αντικειμενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η ανθρώπινη βούληση εκδηλώνεται «ελεύθερα» και στοιχίζεται με τρόπο αυτόνομο με την επιταγή των θεών.
Ολοκληρώνοντας, θα υποστηρίξουμε ότι η συνολική στάση του ποιητή είναι υπερβολικά προσηλωμένη στο υλικό του και ότι η αφήγηση αποτελεί την πρωταρχική του μέριμνα, με αποτέλεσμα η θεϊκή παρέμβαση της Αθηνάς να μεθερμηνεύεται σε σχέση με το έπος ως μια κορύφωση που επιτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.


Βιβλιογραφία

1. ΕΑΠ, Γράμματα Ι, τόμ. Α’, Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος, Πάτρα, 2001
2. Ιακώβ Δ., Καζάζης Ι., Ρεγκάκος Α. (επιμ.), Επιστροφή στην Οδύσσεια, Δέκα Κλασικές Μελέτες, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1999
3. Lesky Albin, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008
4. Μαρωνίτης Δ. Ν., Ομηρικά Μεγαθέματα: Πόλεμος - Ομιλία - Νόστος, 2η έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...